- καταπορεύομαι
- καταπορεύομαι (Α)1. επανέρχομαι από την εξορία2. επιστρέφω στην πατρίδα3. φρ. «καταπορεύομαι εἰς τάξιν» — επανέρχομαι στην τάξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπορεύομαι — come back pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπορευομένων — καταπορεύομαι come back pres part mp fem gen pl καταπορεύομαι come back pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπορευθῆναι — καταπορεύομαι come back aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπορευθέντων — καταπορεύομαι come back aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπορευομένοις — καταπορεύομαι come back pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπορεύεσθαι — καταπορεύομαι come back pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)